Είναι απίστευτο πόσο συχνά λέω τώρα τελευταία στον εαυτό μου πως είμαι ευτυχισμένη και αν πέθαινα τώρα δεν θα με πείραζε καθόλου. Είναι το πιο εγωιστικό πράγμα που μπορώ να κάνω, να οριοθετώ τον θάνατό μου ενώ ταυτόχρονα γιορτάζω την ζωή μου.
Και ενώ ξέρω πως όλη αυτή η πληρότητα δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς τους ανθρώπους που επέλεξα δίπλα μου, νιώθω πως την προκάλεσα εγώ περισσότερο από εκείνους. Είναι το φως μετά από μια μαύρη περίοδο ή είναι αυτό που υπάρχει πραγματικά και παρά την όποια συννεφιά θα συνεχίσει να κρύβεται από κάτω;
Νομίζω πως η σύνδεση του θανάτου, και άρα του οριστικού τέλους, με την εύφορη αυτή περίοδο συνδέεται με τον φόβο της ανατροπής. Αν κρατήσεις για πολύ κάτι καλό στα χέρια σου φοβάσαι όλο και περισσότερο ότι θα εξαφανιστεί. Και θα εξαφανιστεί γιατί η φθορά είναι φυσικό φαινόμενο. Άρα αντί να σκέφτομαι την σταδιακή απώλεια και την περίοδο του φόβου όσο αυτό θα συρρικνώνεται, είναι λυτρωτικό να σκέφτομαι πως πέτυχα κάτι. Κράτησα στα χέρια μου την ευτυχία και δεν θέλω πια τίποτε άλλο.
Αγγίζω λίγο από την ήρεμη δύναμη. Προσπαθώ να παραλληλίσω την ενέργειά μου με αυτήν της φυσικής ροής των πραγμάτων. Προσπαθώ όλο αυτό να με κατακλύζει «ισορροπημένα». Όταν το νιώθω έντονο να το σκέφτομαι, να το αναγνωρίζω και να το περιγράφω. Και με αυτόν τον τρόπο ελπίζω να μην μειώνω το συναίσθημα αλλά να το παίρνω όπως έρχεται καταλαβαίνοντας γιατί συνέβη και γιατί η εναλλαγή του με κάτι πιο σκοτεινό δεν σημαίνει και την απώλειά του.
Μου κάνει εντύπωση που μιλάω τόσο πολύ για απώλεια. Νομίζω ένα απ’ τα κλειδιά του τώρα είναι ακριβώς αυτό, η αφαίρεση της απώλειας από όσα με απασχολούν. Ό,τι είναι να χαθεί, θα χαθεί. Δεν θέλω άλλα τραύματα. Η ζωή προχωρά καλύτερα χωρίς.