Ο Νίκος ήθελε να πεθάνει

Κάθε μέρα περπατούσε σκυθρωπός τον δρόμο παράλληλα με τις γραμμές του τρένου. Κοιτούσε το βρώμικο πεζοδρόμιο. Την μούχλα που έκανε σχέδια στις πλάκες και τα περιττώματα των σκύλων που κάποιος είχε πατήσει και τον ακολουθούσαν παντού πια.

Κάθε μέρα ίδια διαδρομή. Σπίτι, δρόμος, τρένο, εργοστάσιο. Η γραμμή παραγωγής του ταίριαζε. Τον βοηθούσε να μην σκέφτεται. Εύκολη δουλειά, χωρίς απαιτήσεις, προσδοκίες και εκπλήξεις. Δεν ήθελε περισσότερα αν τα περισσότερα δεν ήταν τα πάντα.

Το σπίτι του, ένα ημιυπόγειο στην πλατεία Αμερικής, είχε τα παράθυρα καλυμμένα με εφημερίδες. Δεν του άρεσαν οι κουρτίνες και πίστευε πως έτσι ίσως να μην τον ένοιαζε αν ποτέ έσπαγαν. Μισούσε οτιδήποτε να γυαλίζει,  μισούσε τον ήλιο.

Παλιά κάπνιζε και μια κιτρινίλα είχε μείνει ανεπαίσθητα στους τοίχους. Τώρα όμως το είχε κόψει. Τον εκνεύριζε να του κάνουν τράκα, να του πιάνουν την κουβέντα, να ξέρει ο περιπτεράς τις συνήθειές του…

Ένα βράδυ, άκουσε κάπου έξω ένα σκυλί να ουρλιάζει. Ξύπνησε από τον ήδη δύσκολο ύπνο του και κοίταξε για λίγο το φως της λάμπας που διαπερνούσε το τζάμι με την εφημερίδα. Σηκώθηκε, ντύθηκε και βγήκε έξω για να ακολουθήσει την ίδια διαδρομή. Σπίτι, δρόμος, τρένο, εργοστάσιο. Το τρένο όμως δεν είχε δρομολόγιο ως το ξημέρωμα.

Πήδηξε στην αποβάθρα και ξεκίνησε να περπατά παράλληλα με τις γραμμές. Για χιλιόμετρα… Μέχρι που έφτασε στον τελευταίο του σταθμό. Βγήκε έξω, στάθηκε στην είσοδο του εργοστασίου και έγνευσε στον φύλακα. «Σήμερα διπλοβάρδια».

Κολλημένος εκεί, στην γραμμή παραγωγής, έβγαλε τον ένα κωδικό προϊόντων μετά τον άλλο. Εκείνη την μέρα δούλεψε 15 ώρες. Κανείς δεν τόλμησε να τον ρωτήσει τι και πως.

Στον δρόμο της επιστροφής κάθισε για λίγο πάνω από την γέφυρα των ηλεκτρικού.
«Δεν γαμιέται… και αύριο νεκρός.»
train

Πρώτη Δημοσίευση στις Chimeres

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *