Ένα βράδυ, σαν όχι όλα τα άλλα, είχα μια άκρως ενδιαφέρουσα συζήτηση για το πώς πρέπει να συμμετέχεις σε καπιταλιστικές εκδηλώσεις και να μετατρέπεις την παρουσίας σου εκεί σε αναρχική προπαγάνδα. Μπήκα κατευθείαν στο θέμα αλλά δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς.
Είναι ακριβώς η ίδια κουβέντα για να πολεμήσεις το τέρας από μέσα, για να αρνείσαι να επισκεφτείς – παίξεις μουσική – αγοράσεις ποτό σε ένα μαγαζί που εκπροσωπεί το lifestyle κτλ κτλ. Είναι η συζήτηση που έχει να κάνει με το πόσο μπορείς εσύ πραγματικά να εκμεταλλευτείς τις δομές που χτίζει το χρήμα χωρίς να σπιλωθείς και χωρίς να συμβιβαστείς.
Τι σημαίνει όμως αυτός ο συμβιβασμός; Και πού μπαίνει το όριο για το τι μπορείς να δεχτείς και τι όχι;
Τα τελευταία ειδικά χρόνια έχω αρχίσει να πιστεύω πως η μαζικότητα είναι λάθος κριτήριο επιλογής. Αν αυτό που δημιουργείς είναι εξεζητημένο, ακριβώς επειδή στην σπάει η κλωνοποίηση και ο εκμηχανισμός όλων, δεν μπορεί να θες το μέσο που θα το επικοινωνήσεις να είναι μαζικό. Δεν μπορεί να θες γεωμετρική άνοδο των ανθρώπων που εκτιμούν αυτό που κάνεις και γενικώς ο στόχος σου καλύτερα να είναι ο ένας και όχι όλοι. Δεν είσαι μηχανή, δεν μπορείς να διαχειριστείς το πλήθος χωρίς να το τσουβαλιάσεις και χωρίς να βάλεις ταμπέλες και ρουτίνες «εξυπηρέτησης».
Αυτή την μη ανάγκη μαζικής διαφήμισης και άρα δημοτικότητας την έχω συζητήσει πολύ με ανθρώπους που δουλεύουν σε ευρείας αποδοχής ΜΜΕ και σχεδόν κάθε φορά με εντυπωσιάζει πόσο δυσκολεύονται να καταλάβουν την φάση του δεν θέλω να είμαι εμπορικός αλλά θέλω να είναι εύκολο να φτάσω σε κάποιον όμορο. Ένας μάλιστα παρομοίασε αυτήν την στάση σαν επιλογή όσων απέρριψε το ίδιο το lifestyle. Με ενόχλησε για λίγο όταν το άκουσα αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν θα ‘πρεπε. Τον είχα απέναντί μου, ήταν γνωστός μου, φίλος μου, συνεργάτης μου αλλά ίσως τελικά να μην μπορούσαμε ποτέ να επικοινωνήσουμε.
Υπάρχουν τόσα πράγματα που δεν είναι ευρείας αποδοχής: οι καταλήψεις, οι κοινωνικοί χώροι όπου απεχθάνονται τον εθελοντισμό, τα στέκια που αρνούνται νομικής οντότητας, οι εναλλακτικές τράπεζες, οι οικοκοινότητες, οι ανοιχτές συνελεύσεις, οι συναυλίες πάνω στο βουνό, τα κουτιά ελεύθερης συνεισφοράς, οι προβολές σε βαμμένους τοίχους ή εγκαταλελειμμένα κτίρια, οι ωτοστοπατζήδες, οι άνθρωποι που φέρνουν σταφύλι για να τους κεράσουμε ένα κρασί και τόσα άλλα πράγματα που οι οπαδοί του ποπ βρίσκουν γραφικά.
Για να επιστρέψω λίγο σε αυτόν τον πόλεμο εκ των έσω… Τον έχω δοκιμάσει. Ακούγεται πραγματικά καλή ιδέα, ειδικά όταν στερείσαι μέσων που οι άλλοι διαθέτουν. Και η μεγαλύτερη παγίδα δεν είναι το ότι δεν μπορούν να βρεθούν αυτά τα μέσα, γιατί αν το επικοινωνήσεις – αν ζητήσεις βοήθεια, πιθανά να τα βρεις. Αλλά τα δικά τους μέσα είναι πάντα τα πρώτα που βλέπεις μπροστά σου. Είναι είτε γυαλιστερά, είτε χιλιοακουσμένα, είτε σου παρέχονται προκλητικά δωρεάν, αρκεί βέβαια να χορέψεις τον χορό τους. Και εσύ προτιμάς το εύκολο και το τώρα, γιατί ο άλλος τρόπος παίρνει χρόνο και κόπο και απαιτεί σχεδιασμό και συντονισμό και ίσως και έναν μικρό οικονομικό προϋπολογισμό. Και πρώτα παραδίδεσαι στο «μέσα», το αποδέχεσαι και του δίνει υπόσταση, και μετά δικαιολογείς τον εαυτό σου λέγοντας πως θα εξιλεωθείς με το αντιεμπορευματικό σου δημιούργημα ή με τις συζητήσεις που θα στήσεις ή με προκλητικά κείμενα ή με το να πεις στην παρέα σου να φέρει μπύρες από το περίπτερο αντί να τις τσεπώσει το μαγαζί, πολεμώντας το.
Μου πήρε αρκετό καιρό να μάθω τον παράλληλο κόσμο της αλληλεγγύης. Μου πήρε αρκετό καιρό να μάθω πως είναι η αυτοοργάνωση. Γενικώς μου πήρε πολύ καιρό να καταλάβω αυτό που μου έλεγαν για την δύναμη που μπορεί να δημιουργηθεί όταν όλοι (ή μερικοί) γινόμαστε μια γροθιά. Σαφέστατα για αυτό φταίει το περιβάλλον που μεγάλωσα, η έλλειψη παραδειγμάτων γύρω μου, η δειλία μου να επιχειρήσω και να αποτύχω, ο φόβος μου πως ό,τι δεν γίνεται μέσα από νόμιμα κανάλια φέρνει μαζί και την πιθανή επίσκεψη της αστυνομίας ή είναι ανήθικο, ο φόβος πως ο δημόσιος χώρος δεν μου ανήκει και τα μόνα τετραγωνικά οξυγόνου είναι αυτά που πληρώνω.
Αυτό που θα ‘θελα είναι να μην αργήσει κι άλλος κόσμος. Να συμμετέχω και να στηρίζω μοντέλα που θα επιτρέψουν σε κάποιο νεότερο να βρει αυτό τον παράλληλο κόσμο πιο γρήγορα. Τόσο γρήγορα που δεν θα χρειαστεί να κάνει αυτόν τον πρώτο του συμβιβασμό και που δεν θα καθορίσει την πορεία του ούτε η λαγνεία της δημοφιλίας, ούτε η ενοχικότητα του ότι αποτελεί γρανάζι της μηχανής. Είναι λίγο μελαγχολικό και ίσως απαισιόδοξο αλλά σκέφτομαι πως είναι το μόνο που μου μένει αφού για μένα είναι πια αργά.
Κλείνοντας εκείνη την κουβέντα που ήταν και η αφορμή του κειμένου, η αντίδρασή μου ήταν πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Απ’ την μία δεν θα έχει αποτέλεσμα μιας και το κοινό εκεί θα έχει πάει ακριβώς λόγω του εμπορικού του χαρακτήρα και από την άλλη θα απομακρύνει από κοντά μας αυτούς που χαίρονται πως ποτέ δεν χρειάστηκε να συμβιβαστούμε σαν συλλογικότητα. Στο πρώτο κομμάτι ίσως να είχα δίκιο, δεν μπορείς να πας σε Χριστιανούς να μιλήσεις για τον Βούδα χωρίς να περιμένεις πως θα βρεις ντουβάρι. Το δεύτερο όμως αντικατόπτριζε έναν φόβο από την απέναντι πλευρά. Κάθε φορά που εσύ συμβιβάζεσαι υπάρχει κάποιον που θα σε κατακρίνει, κάποιος που θα ζητήσει τον εξοστρακισμό σου από αυτό το «δίκτυο» αλληλεγγύης το οποίο πρέπει στα μάτια του να είναι αμόλυντο.
Ποιος όμως είναι τέλειος; Ποιος είναι αυτός που θα κατακρίνει τις καλές προθέσεις και ποιος, αντί να στηρίξει κάποιον βοηθώντας τον να κάνει όσο το δυνατόν λιγότερες συμβάσεις, θα του δώσει μια κλωτσιά να χωθεί βαθύτερα; Στα μάτια μου αυτή η στάση είναι ένα είδος ελιτισμού και δεν ξέρω αν στις συλλογικότητες χωράει κάτι τέτοιο.